- προστακτός
- -ή, -όν, Α [προστάσσω]1. αυτός που γίνεται μετά από προσταγή, διαταγή2. φρ. «προστακτὴ λειτουργία» — τακτική λειτουργία, τακτική υπηρεσία υπέρ τής πόλης ή τού λαού, σε αντιδιαστολή προς την εγκύκλιο λειτουργία, που ήταν ετήσια χορηγία.
Dictionary of Greek. 2013.