προστακτός

προστακτός
-ή, -όν, Α [προστάσσω]
1. αυτός που γίνεται μετά από προσταγή, διαταγή
2. φρ. «προστακτὴ λειτουργία» — τακτική λειτουργία, τακτική υπηρεσία υπέρ τής πόλης ή τού λαού, σε αντιδιαστολή προς την εγκύκλιο λειτουργία, που ήταν ετήσια χορηγία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θεοπροστάκτως — (Μ) επίρρ. σύμφωνα με θεία προσταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο ρηματικό επίθ. *θεο πρόστακτος (< θεο* + προσ τάσσω)] …   Dictionary of Greek

  • προστακτικός — ή, ό / προστακτικός, ή, όν, ΝΑ, και προσταχτικός, ή, ό, Ν [προστακτός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσταγή ή αυτός που εκφράζει προσταγή, επιτακτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η προστακτική (ενν. έγκλιση) γραμμ. μία από τις τέσσερεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”